θεοσεβείας

θεοσεβείας
θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια
service
fem acc pl
θεοσεβείᾱς , θεοσέβεια
service
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • благочьстивыи — (209) пр. 1.Православный, основанный на благочестии; святой: Вѣра права и дѣла бл҃гочьстива. (ϑεοσεβῆ) Изб 1076, 154 об.; благочьстивы˫а вьсѩ христовы оувѣдѣвъша заповѣди божьствьны˫а. Стих 1156 1163, 72 об.; то же Мин XII (июль), 113; и цвьтѩше… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благочьстьныи — (44) пр. Православный, основанный на благочестии; святой: люди оучити бл҃гочьстьныимъ словесьмъ ѡ(т) б҃жьствьнааго писани˫а избирающемъ. (τῆς εὐσεβείας) КЕ XII, 49а; бл҃гочьстьныи манастырь студиискыи. УСт XII/XIII, 27; власть оубо даѥмъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • боговѣриѥ — БОГОВѢРИ|Ѥ (1*), ˫А с. Вера в бога, набожность, благочестие: и извѣтомь... и боговѣриѩ ˫азыкъ сраньскы присвоивъ. (ϑεοσεβείας) КР 1284, 374б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • богочьстиѥ — БОГОЧЬСТИ|Ѥ (35), ˫А с. Богопочитание, богобоязненность, благочестие: Аще къто отъ женъ мьнимааго ради богочьсти˫а остризаѥть главоу... да боудеть проклѩта. (διὰ ϑεοσέβειαν) КЕ XII, 88б; и всего ˫азыка б҃гочьстию повиньноую бывъшю. КР 1284, 377г; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek

  • Αριστείδης — I (o Δίκαιος, 540 π.Χ. – 468 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Λυσιμάχου, από τον δήμο Αλωπεκής της Αντιοχίδας φυλής, αναμείχτηκε στην πολιτική μετά την κατάλυση (στην οποία ίσως συνέβαλε) της τυραννίδας των Πεισιστρατιδών (510),… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλική αγωγή — Σύγγραμμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ του Παλαιολόγου (1347 1424). Ο πλήρης τίτλος του είναι: Μανουήλ του Παλαιολόγου, του ευσεβεστάτου και φιλοχρήστου βασιλέως, προς τον υιόν αυτού και βασιλέα Ιωάννην τον Παλαιολόγον, υποθήκαι… …   Dictionary of Greek

  • Καΐρης, Θεόφιλος — (Άνδρος 1784 – Σύρος 1853).Θεολόγος και φιλόσοφος, αγωνιστής του 1821 και Φιλικός, εισηγητής της θεοσέβειας. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στις σχολές των Κυδωνιών, της Πάτμου και της Χίου, ταξίδεψε στην Πίζα (1801) και στο Παρίσι, όπου σπούδασε …   Dictionary of Greek

  • αθρησκία — η συνειδητή άρνηση κάθε θρησκείας, έλλειψη θεοσέβειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ГАНГРСКИЙ СОБОР — Поместный Собор древней Церкви, созванный в Ганграх (греч. Γάγγραι; пров. Пафлагония, диоцез Понт) в IV в. Причиной созыва Собора стали нестроения в церковной жизни, вызванные деятельностью нек рых аскетических общин, находившихся под влиянием… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”